ἀνάσσει

ἀνάσσει
ἀνάσσω
to be lord
pres ind mp 2nd sg
ἀνάσσω
to be lord
pres ind act 3rd sg
ἀνάζω
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀνάζω
fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)
ἀνάζω
fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάμψυχος — πάμψυχος, ον (Α) (για τον Αμφιάραο) ο γεμάτος ψυχή, δηλ. ζωή και δύναμη ή, κατ άλλη ερμ., αυτός που αναφέρεται σε όλες τις ψυχές («πάμψυχος ἀνάσσει» κυβερνά γεμάτος ζωή και δύναμη ή, κατά τον Σχολ., «πασῶν ψυχῶν ἀνάσσει», κυβερνά όλες τις ψυχές,… …   Dictionary of Greek

  • πρόπαρ — Α Ι. (πρόθεση συντασσόμενη με γεν.) 1. μπροστά από κάποιον («τίς οὗτος... πρόπαρ ὃς ἡγεῑται στρατοῡ», Ευρ.) 2. κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («φυλλάδα χευάμενοι πολιοῡ πρόπαρ αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.) II. (απολύτως ως χρον. επίρρ.) πιο πριν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”